κεραμωτός

κεραμωτός
-ή, -ό (Α κεραμωτός, -ή, -όν) [κεραμώνω]
1. καλυμμένος με κεραμίδια («κεραμωτάς... στέγας», Στράβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κεραμωτό(ν)
στέγη καλυμμένη με κεραμίδια («κεραμωτῷ καταρρύτῳ», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεραμωτός — ή, ό ο στρωμένος με κεραμίδια: Η στέγη είναι κεραμωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραμωτά — κεραμωτός covered with tiles neut nom/voc/acc pl κεραμωτά̱ , κεραμωτός covered with tiles fem nom/voc/acc dual κεραμωτά̱ , κεραμωτός covered with tiles fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμωτόν — κεραμωτός covered with tiles masc acc sg κεραμωτός covered with tiles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραμωτῷ — κεραμωτός covered with tiles masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακεράμωτος — η, ο [κεραμωτός] 1. αυτός που δεν έχει στεγαστεί με κεραμίδια «σπίτι ακεράμωτο» 2. εκείνος που δεν έχει σπίτι, ο άστεγος …   Dictionary of Greek

  • ԽԵՑԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 1 0941 Chronological Sequence: Early classical, 10c ա. ὁστράκινος (իբր ոստրէական, կամ ոսկրուտ), κεραμωτός . (լծ. թ. քիրէմիտտէն ). testaceus (լծ. թ. թէստիտէն ). որ եւ ԽԵՑԵԱՑ. Որ ինչ է ʼի խեցւոյ, կամ ʼի կաւոյ թրծելոյ. կաւեղէն. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κεραμωτάς — κεραμωτά̱ς , κεραμωτός covered with tiles fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”